φονολουτώ

φονολουτώ
-έω, Μ
καθαρίζω με πλύσιμο κάτι, μετά από διάπραξη φόνου («φονολουτῶν τὰς χεῑρας», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -λουτῶ (< -λούτης < λούω), πρβλ. θερμο-λουτῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”